Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Xάρις Αλεξίου

Με ειλικρίνεια που συγκινεί, η Χαρούλα Αλεξίου ξεδιπλώνει τη ζωή της, μοιράζεται τις αγωνίες και τις ανασφάλειές της .

Της Γιωτας Συκκα.


Γύρω γύρω μεγάλες τζαμαρίες για να μπαίνει το φως που αγαπά και να βλέπει τα δέντρα του μικρού κήπου. Η Χάρις Αλεξίου καμαρώνει για τις ελιές που μάζεψε και πολύ περισσότερο γιατί εκείνη τη μέρα γέμισε το σπίτι από τις φωνές και το κέφι των φίλων που ήρθαν να βοηθήσουν. Αφηγείται τη στιγμή και τα μάτια της λάμπουν. Νοιάζεται αληθινά για τα παρτέρια στο πλάι, με τα ζαρζαβατικά. Το ένα έβγαλε μελιτζάνες το καλοκαίρι, το δεύτερο ατύχησε. Αλλά εκείνη χαίρεται με παιδικότητα για τη γενναιοδωρία της γης, που κατά βάθος μάλλον της θυμίζει τα παιδικά της χρόνια.
Με τον πρώτο καφέ της ημέρας άρχισε η συνάντηση, που κράτησε ώς το μεσημέρι, με αφορμή τον δεύτερο κύκλο των συναυλιών με τη Δήμητρα Γαλάνη στο «Παλλάς». Θα συνεχίσουν στη Θεσσαλονίκη και το καλοκαίρι σε πολλές άλλες πόλεις. Η συζήτηση άρχισε με όσα γίνονται κάθε βράδυ στη σκηνή και ξέφυγε σε αναμνήσεις και πολλές αλήθειες.
Iσως αυτό διακρίνει ο κόσμος στη σκηνή. Τη συγκίνηση που και ο ίδιος θέλει να εξωτερικεύσει. Τις αναμνήσεις και το παρελθόν του. Η Αλεξίου είναι ενωμένη με το κοινό με μια αγάπη που γίνεται όλο πιο ισχυρή στον χρόνο. Iσως γιατί η Χαρούλα, όπως αγαπήθηκε, δεν έγινε διδακτική, δεν κούνησε το δάχτυλο με στόμφο όπως άλλοι της γενιάς της. Μοιράστηκε τις αγωνίες και τις ανασφάλειές της, ξανοίχτηκε με τα αισθήματά της.



«Τα έζησα όλα»

«Η φωνή μας έχει μνήμη, κουβαλάει τις πληγές μας», λέει, ξεδιπλώνοντας χωρίς βιασύνη, με παύσεις, κόμπους και σιωπές, τη ζωή της. «Η ζωή που έζησα εκφράζει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Ο τρόπος που μεγάλωσα, ότι γεννήθηκα σε επαρχία, η μικρασιατική μου καταγωγή από τη μητέρα μου, η αρβανίτικη από την πλευρά του μπαμπά μου. Ξέρω τι είμαι. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί του αστικού κέντρου, ξέρω τι σημαίνει πηγαίνω στο χωράφι παρότι έζησα μόνο ώς τα οκτώ μου στη Θήβα. Ξέρω τι είναι να ’σαι γεωργός, τι σημαίνει πάστρα, πώς είναι να σηκώνεται η μάνα στις 4 το πρωί για να δουλέψει παραδουλεύτρα κι αργότερα στην Αθήνα να ’χει ένα μπακαλικάκι και να κάνει τα πάντα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ξέρω τι σημαίνει προκοπή, έμαθα τι είναι να ’χεις τα δικά σου λεφτά, να παλεύεις, να μην αλλάζεις γειτονιά γιατί το ενοίκιο είναι 10 δραχμές ακριβότερο. Οσο κι αν φτάσω πιο πάνω, όσα χρήματα κι αν αποκτήσω παραπάνω, τα έζησα όλα. Οι μνήμες επανέρχονται. Αλλιώς είναι να σου έχει λιώσει έφηβη το πρώτο σου τακούνι στον χωματόδρομο. Να ανοίγει σαν καθαρισμένο αγγούρι από το περπάτημα και να πρήζονται οι γάμπες μέχρι να φτάσεις στη στάση του λεωφορείου, ενώ χαιρόσουν που φόραγες τους τέσσερις πόντους. Δεν ξέρω αν είναι η ηλικία που τα επαναφέρει. Συχνά αισθάνομαι να έχω κενά μνήμης από τα 20 και μετά, από την εποχή που άρχισα να τραγουδάω. Ομως, ό,τι έχει να κάνει με το πριν τα θυμάμαι όλα».
Οι δυσκολίες που έζησε παιδί και έφηβη την εκπαίδευσαν να τα καταφέρνει. «Θυμάμαι, είχε μετακομίσει η μαμά μου το 1964 σε ένα σπιτάκι που έχτισε στο Παλιό Φάληρο, απ’ αυτά τα παράνομα που γίνονταν σε μια νύχτα στις εκλογές. Εκλεινε με νάιλον τα ανοίγματα, δεν είχε τζάμια, μόνο μια σόμπα. Αν μου πεις για τον άστεγο, τον άνθρωπο που ζει στο κρύο, έχω όλη τη φωτογραφία μπροστά μου. Ξέρω. Θυμάμαι πώς στραβώνει το μάγουλο στο προσκέφαλο αν δεν βάλεις σκουφί, κάλτσες και γάντια να κοιμηθείς. Ξέρω όμως και πως από το τίποτα έρχεται η αληθινή χαρά. Μια σούπα στη σόμπα, λίγη ζεστασιά και γίνεται γλέντι. Με λίγο καψαλισμένο ψωμί και κουβέντα, γίνεσαι ευτυχισμένη».
Εκείνα τα χρόνια, που η γειτονιά ήταν η μικρή κοινωνία ασφάλειας, που συμμετείχε στα προβλήματα, τις χαρές, τις υπερβολές, τη ζεσταίνουν. «Μοιραζόσουν τη ζωή σου. Οταν ψήλωσαν τα σπίτια, χώρισαν και οι άνθρωποι. Ξεχάσαμε τις ζωές μας. Φλυαρούσαμε μόνο για τις ζωές των άλλων. Πότε σε ρώτησαν “πώς νιώθεις;”. Μόνο ο γιατρός μου έκανε αυτή την ερώτηση».

«Οι Ελληνες είμαστε κιμπάρηδες»

Η κρίση μείωσε τις αποστάσεις, λένε. «Προκαλεί απίστευτο πανικό και με το δίκιο μας. Υπάρχει οργή γι’ αυτούς που κυβερνούν τις ζωές μας. Τους πολιτικούς δεν τους εμπιστεύεται κανείς». Από την άλλη, «η μικρομεσαία τάξη έχει τις καβατζούλες της», σημειώνει η Χάρις Αλεξίου. «Εμαθε από τους γονείς “για την ώρα ανάγκης”. Αλλά όταν τελειώσουν αυτά τα λεφτά, δεν ξέρουμε τη συνέχεια. Μακάρι να γίνει κάτι. Κανείς δεν δικαιούται να στείλει έναν λαό στο απόσπασμα από τη μια μέρα στην άλλη».
– Παρ’ όλα αυτά δε νομίζετε ότι το παρακάναμε;
– Οι Βόρειοι δεν καταλαβαίνουν τη νοοτροπία μας. Ημουν στην Πάρο με ξένους φίλους, οι οποίοι εκπλήσσονταν: «Μα, ο κόσμος κάνει ακόμα διακοπές;». Ομως ο Ελληνας είναι περήφανος άνθρωπος. Δεν θα φύγει πια είκοσι μέρες, αλλά τις τέσσερις ημέρες που θα πάει θα είναι αξιοπρεπής. Δεν θα τη βγάλει, όπως οι ξένοι, με μια σαλάτα κι ένα σάντουιτς τη μέρα. Είμαστε κιμπάρηδες. Ο ξένος δεν διανοείται αυτό που λέμε εμείς «θα σου κάνω το τραπέζι», ούτε υπάρχει περίπτωση να μαλώσει για να πληρώσει. Οι γονείς μας, όταν ερχόταν ο απρόσκλητος επισκέπτης, μοιράζονταν μαζί του το πιάτο τους. Οι Γάλλοι θα σε αφήσουν να περιμένεις, θα φάνε, και ύστερα θα σε βάλουν στην παρέα. Μια Ελληνίδα φίλη που ζει στο Παρίσι φώναξε τον υδραυλικό για κάποια βλάβη στο σπίτι της. Οταν τον ρώτησε αν θέλει καφέ ή τσάι, εκείνος έμεινε άναυδος.
– Οταν κατεβαίνετε στο κέντρο της Αθήνας, τι σας βαραίνει;
– Η ενοχή ότι υπάρχει ένας κόσμος που δεν έχει. Αλλά κι ένας κόσμος που δεν τον ξέρεις πια. Πηγαίνοντας καμιά φορά στο θέατρο σε κάποιες υποβαθμισμένες γειτονιές, μέσα στο σοκάκια βλέπω έναν κόσμο με τον οποίο δεν έχω καμία επαφή στο προάστιο που ζω. Αυτόν τον κόσμο τον πήρε μαζί της η τηλεόραση. Κι εκείνος της έχει παραδοθεί. Σαν να τους ρούφηξε μεταφυσικά και χάνονται, ζώντας τις ζωές των άλλων. Ξέρει την προσωπική ζωή ενός μοντέλου, ποιος παντρεύτηκε, ποιος γέννησε, μαθαίνει για τους επαγγελματίες «επωνύμους», πρόσωπα που δεν παίζουν κανένα ρόλο στην πραγματική ζωή, παρακολουθεί την «αστυνομία» της μόδας. Τα κανάλια που πληρώνουν εκπομπές για να κρίνουν γόβες σε μια Ελλάδα που γέμισε άστεγους. Δεν υπάρχει εκπομπή για τον πολιτισμό, τη μουσική, αλλά υπάρχουν εκπομπές που λένε πονεμένες ιστορίες. Θυμάμαι παλιά τη μητέρα μου που κανόνιζε να ξεκουραστεί πίνοντας τον καφέ της την ώρα που άκουγε την «Πικρή μικρή μου αγάπη». Τώρα έχουμε το ριάλιτι. Την γκόμενα με το στενό φουστάνι, τη βλεφαρίδα κάγκελο να κλαίει… Το σινερομάντζο έγινε ψυχαγωγία στην τηλεόραση.

Ημουν τυχερή, με έσωσε η πρόληψη
Η ασθένεια, ο φόβος του θανάτου, «το καλό της ζωής, που τα σκεπάζει όλα»


– Στο «Παλλάς» κάποια στιγμή μιλάτε για τη μοναξιά. Πώς φτάνει μια γυναίκα να χαίρεται που είναι μόνη;
– Γιατί τη διαχειρίζομαι πια τη μοναξιά μου. Μόνο αυτό άλλαξε στη ζωή μου, ότι δεν έχω κάποιον σύντροφο. Εχω όμως φίλους. Τα παιδιά δεν μας κάνουν παρέα. Η αύρα τους όμως, όσο κι αν μεγαλώνουν και είναι μακριά μας, μας δένει με τη ζωή.
– Στο «Παλλάς», πάντως, έχετε καλή παρέα…
– Με τη Δήμητρα (Γαλάνη) νιώθω ασφαλής. Εχουμε τίμια σχέση. Την εμπιστεύομαι να ασχοληθεί με την ενορχήστρωση ενός τραγουδιού μου, γιατί είναι τσαμπουκάς μουσικός, με γνώση, αισθητική, τσαγανό. Γιατί ξέρουμε και οι δύο ποιες είμαστε. Δεν υπάρχουν ανταγωνισμοί, δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτε. Οταν είσαι νέος, πνίγεσαι να αποδείξεις. Τώρα το μόνο που θέλεις είναι να ευχαριστηθείς. Ο κόσμος θέλει να συγκινηθεί, το νιώθω. Κι εγώ την πρώτη ημέρα βούρκωσα με το τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Γιώργου Χρονά «Οχι δεν πρέπει να συναντηθούμε». Οταν έφτασα στο σημείο «και η μάνα σου και η μάνα μου στα μαύρα», είδα απέναντι τη Δήμητρα και την ένιωσα τόσο αδερφή μου, ενώ είμαστε δύο διαφορετικές γυναίκες με άλλες ζωές, ψυχισμό. Αλλά την ίδια στιγμή ταιριάζουμε. Το γεγονός ότι τη νοιάζομαι και με νοιάζεται μάς κάνει να μαλακώνουμε και οι δυο.
– Εχει σημασία ότι το σπίτι σας είναι πάντα ανοιχτό;
– Αλίμονο αν στα 60 μου δεν είχα καταφέρει να νοικοκυρέψω τη ζωή και τα συναισθήματά μου. Από τη στιγμή που φεύγει ο έρωτας και δεν έχεις τον νου σου σε αυτόν, να μοιράζεσαι το τραπέζι σου, το κρεβάτι σου, τη διασκέδασή σου, όταν δηλαδή φεύγει από τη μέση ο άνθρωπος που κοιμάται πλάι σου, σου παίρνει καιρό να το συνηθίσεις. Σιγά σιγά φεύγει ως ανάγκη από τη ζωή σου. Από τη δική μου έφυγε η ανάγκη να κοιμηθεί κάποιος δίπλα μου. Μερικές φορές μου λείπει η ανάσα αυτή στο μαξιλάρι, αλλά βρίσκεις άλλους τρόπους. Ισως τώρα να πηγαίνω πιο κουρασμένη στο κρεβάτι μου. Να παρατείνω τις ώρες της ημέρας.
– Το «Μεγάλωσα» σε low Βap είναι ένα τολμηρό ψυχογράφημα, είναι ολόκληρη η ζωή σας. Μιλάτε για μια «εφηβεία λάσπη» για κατάθλιψη και ψυχανάλυση.
– Η αυτοανάλυση γίνεται πάντα. Από πιτσιρίκα είχα το μάτι μου στις φιλοσοφίες της Ανατολής και πολλές φορές η σκέψη αυτή με ανακουφίζει. Οτι είμαστε εδώ γιατί έχουμε έναν προορισμό. Οτι κάθε άνθρωπος δεν έρχεται τυχαία, έρχεται με έναν σκοπό. Μπορεί εγώ να έπρεπε να δίνω χαρά στους ανθρώπους μέσα από το τραγούδι και να παίρνω κι εγώ μέσα απ’ αυτό. Μπορεί να έχω υπάρξει μητέρα για πολλούς ανθρώπους που μου εξομολογούνται πράγματα… Είναι ωραίο να το συνειδητοποιείς και να λες έτσι είναι. Αυτό λέω: ήρθα και για να περάσω τις δυσκολίες που έζησα, αλλά και για να δώσω χαρά και να πάρω. Δεν ξεχνάω ότι κάθε μέρα που περνάει μας πηγαίνει πιο κοντά στον θάνατο, στο τέλος, και όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι άξιζε. Οτι ζήσαμε γεμάτα –ας υπήρξαν τρύπες και κενά–, με όνειρα. Σαν να βαδίζεις συνεχώς για να φτάσεις στο τέλος σου.
– Τι σας ανησυχεί σε αυτό το τέλος;
– Είναι ανθρώπινο να αναρωτιέμαι τι θα γίνω όταν γεράσω, παρότι θα έχω φιλοδοξίες σε πολλά επίπεδα. Ο φόβος του θανάτου δεν πρέπει να γίνει ψύχωση, γιατί βέβαια κανείς δεν πιστεύει ότι θα πεθάνει ή θα αρρωστήσει. Αλλά όταν χτυπά την πόρτα, είναι όπως λέει και το τραγούδι: «Είδα τον κόσμο να γυρίζει». Ετσι ήρθε και σε μένα, αλλά είναι τόσο δυνατό το καλό της ζωής, που τα σκεπάζει όλα.
– Η περιπέτεια υγείας που είχατε πόσο σας άλλαξε;
– Ο καρκίνος του μαστού έχει γίνει πια κάτι σαν μόδα. Ημουν τυχερή γιατί τον πρόλαβα. Κάνοντας τη μαστογραφία μου όπως κάθε χρόνο, το διαπίστωσα. Η πρόληψη με έσωσε. Αυτό που παίρνεις από ένα τέτοιο γεγονός είναι η ταπείνωση, γιατί ποτέ δεν πιστεύεις ότι θα το πάθεις κι εσύ. Θυμάμαι τη σκληρή κουβέντα της ψυχολόγου μου, γιατί τότε πήρα βοήθεια. Ηταν μεγάλο σοκ όταν μου είπε: Ξέρεις ότι έχεις κάτι από το οποίο μπορεί να πεθάνεις σε λίγο; Ξέρεις ότι ο καρκίνος μπορεί να σε στείλει στον τάφο; Και όταν της απάντησα «ναι, βεβαίως», συνέχισε ζητώντας μου να της πω τι θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου στον χρόνο που απομένει.
– Πώς αντιδράσατε;
– Εκείνη τη στιγμή έπρεπε να το κουκουλώσω. Αλλαξα την πρεμιέρα μου για μια εβδομάδα. Είπα «θα του δείξω εγώ» γιατί έμαθα ότι πρέπει να προχωράμε. Ομως, όταν δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να πενθήσει για τις απώλειες που έζησες, του κάνεις κακό. Το πένθος είναι μεγάλη θεραπεία. Το να καταπίνεις τα δάκρυα σου είναι σαν να καταπίνεις θάνατο. Αυτό το χαστούκι, λοιπόν, με έκανε να πάρω αποφάσεις στη ζωή μου: να μη συμβιβάζομαι, να παίρνω ρίσκα. Πιστέψτε με: Αυτή η διάσταση της αρρώστιας ήταν από τα ωραιότερα δώρα που μου έγιναν στη ζωή.

Οι ιδεολογίες πήγαν στην άκρη

– Αργά ή γρήγορα θα γίνουν εκλογές, οι πρώτες από τις οποίες ελάχιστοι φαίνεται να προσδοκούν κάτι…
– Την ίδια αίσθηση έχω κι εγώ. Σιχαίνομαι τη στιγμή που θα πρέπει να επιλέξω. Οι ιδεολογίες πήγαν στην άκρη, λογιστές είμαστε. Κρυώνει η πλάτη μου και μόνο που το ξεστομίζω, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να ζητάει μια καταστροφή. Σαν να θέλω να γίνει κάτι απόλυτο. Κάτι πραγματικό. Δεν θέλω άλλα μπαλώματα, άλλες συνεργασίες, άλλες μετακινήσεις. Οι συμμαχίες στην πολιτική είναι σαν να φτιάχνεις φαγητό με τα απομεινάρια που έμειναν στο ψυγείο. Το φρέσκο φαγητό είναι αλλιώς. Ολοι έχουν να κάνουν με την ίδια γραμμή που μας έρχεται απ’ έξω και δεν προκύπτει από τις ανάγκες του λαού, την ψυχοσύνθεσή του, την παραγωγή του, τη θρησκεία του. Δεν μπορεί να έχεις ίδια πολιτική για όλους. Αλλος ο Νορβηγός, ο Δανός, άλλος ο Ελληνας. Τώρα μας
υποχρεώνουν να είμαστε πρακτικοί.
– Το καινούργιο από πού μπορεί να έρθει;
– Ο,τι και να έρθει, θα μπει στη φάση η προσαρμογή της προσαρμογής, την προσαρμογή. Δεν ξέρω φωτεινά πρόσωπα στην πολιτική. Η νέα γενιά –βλέπω τον γιο μου και τους φίλους του– δεν θέλουν τίποτα. Είναι βρισιά να δηλώνει κάποιος πολιτικός. Ακόμη μεγαλύτερη να λες ότι είσαι ΠΑΣΟΚ. Οπως παλιά θεωρούσαν τους δεξιούς, έτσι έγιναν τώρα οι ΠΑΣΟΚ. Θα πρέπει να αλλάξει όνομα για να σταθεί πια. Νομίζω ότι αυτό που δεν θα πειραχτεί ποτέ είναι η Αριστερά, γιατί παρά την ουτοπία της –μιλάω για το ΚΚΕ– έχει μια δυνατή φωνή. Δεν θα γίνει ποτέ εξουσία, αλλά τουλάχιστον με πληροφορεί τι θα γίνει αν πάρουν οι ξένοι τα λιμάνια. Αλλιώς δεν παίρνω είδηση.
– Σήμερα ποιον θεωρείτε προοδευτικό;
– Αυτόν που αφήνει την πόλη και πάει σε ένα χωριό. Με την αποκέντρωση θα αρχίσει η ανάπτυξη. Τόποι που ερήμωσαν να ξαναζωντανέψουν. Να γυρίσουν οι άνθρωποι για μια νέα ζωή αλλά να υπάρχουν στον τόπο τους στηρίγματα: σχολείο, γιατρός, τα αυτονόητα.


πηγή:kathimerini

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου