Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Το κορίτσι με το τατουάζ (κριτική + trailer)


Ενήλικο, μαύρο, στιλάτο, συναρπαστικό θρίλερ
BAΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4 /5
Δεν είναι πάντα ιδιαίτερα δημιουργική υπόθεση το να είσαι κριτικός κινηματογράφου, ειδικά όταν παίζεις με στανταράκια. Θέλω να πω, ότι πιο πιθανό είναι να πιστέψω ότι ο Εφραίμ είναι αθώος (που εννοείται ότι αν με προσλάβουν στο ΣΚΑΪ με μισθό που μου αξίζει είμαι πανέτοιμος όχι μόνο να το πιστέψω αλλά και να το υπερασπιστώ δημόσια) από το να περίμενα μια μέτρια ταινία, όταν ο Ντέιβιντ Φίντσερ σκηνοθετεί το «Κορίτσι με το τατουάζ». Οκέι, υπήρχε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ο φόβος των συμβιβασμών που μπορεί να επέβαλλε στον Φίντσερ το στούντιο, αλλά νομίζω ότι ακόμα κι αυτός είχε αρχίσει να εξαφανίζεται, μία από τότε που κυκλοφόρησαν τα πρώτα διαφημιστικά πόστερ της ταινίας με logo το υπέροχο «the feel bad movie of xmas» και δύο από όταν έμαθα πριν δω το τελικό αποτέλεσμα, ότι δεν κώλωσαν να το πάνε μέχρι τέρμα και να βγάλουν την ταινία R, δηλαδή ακατάλληλη για ανήλικους, με όποιο εμπορικό κόστος κι αν αυτό σημαίνει. Επιπλέον, ουδέποτε θεώρησα ότι η πρωτότυπη σουηδική τηλεταινία κατ’ ουσίαν, που είδαμε στις αίθουσες, είχε κάποια ιδιαίτερη κινηματογραφική αρετή πέρα από την αξιοπρεπή και νευρώδη εξιστόρηση μιας συναρπαστικής ιστορίας και φυσικά την καταλυτική παρουσία της Νούμι Ραπάς στον ομότιτλο ρόλο. Τι εννοώ ως κινηματογραφική αρετή; Το στιλ, την κινηματογραφική εξερεύνηση της ποιότητας του σκοταδιού στο φακό, τομέα στον οποίο είναι ελάχιστοι οι σύγχρονοι σκηνοθέτες που θα μπορούσαν να συγκριθούν με το βλέμμα του Φίντσερ. Υπήρχε λόγος να ξαναγυριστεί το βιβλίο μετά την διεθνή επιτυχία της πρώτης ταινίας; Ναι, και ο λόγος είναι απλός. Η ιστορία είναι φτιαγμένη για σινεμά και έπρεπε να γίνει σινεμά. Η σουηδική ταινία δεν ήταν σινεμά, ήταν απλώς προχώ τηλεόραση. Με τον Φίντσερ στο τιμόνι σου, έχεις την εξής μαγική καβάντζα (που εδώ εκπληρώνεται πλήρως): την ευρωπαϊκή καλλιτεχνία και το ασυμβίβαστο του παλαβού μαυρόψυχου δημιουργού, μαζί με την τεχνογνωσία, την πλουσιάδα και το λούστρο στο τελικό αποτέλεσμα που μόνο ένα αμερικάνικο στούντιο μπορεί αν σου προσφέρει. Και φυσικά, τον σεναριακό επαγγελματισμό και την οικονομία, ενός μάστορα όπως ο Στίβεν Ζαίλιαν που εν προκειμένω, στα λίγα σημεία που χάνει λάδια, το πρόβλημα χρεώνεται στο πρωταρχικό υλικό της νουβέλας του Λάρσον και όχι στον ίδιο. Το ερώτημα είναι, θα δεις κάτι διαφορετικό από την πρωτότυπη ταινία; Ναι. Σαν αίσθηση και ρούφηγμα μέσα στο σύμπαν των ηρώων, καθαρά ναι. Σαν ιστορία πάλι, όχι, με εξαίρεση κάποιες προσθαφαιρέσεις και ενδιαφέρουσες αλλαγές σε σχέση με δευτερεύουσες καταστάσεις και χαρακτήρες που είναι για καλό εφ’ όσον απομακρύνουν τα περιττά και εστιάζουν στα πρωτεύοντα. Ακόμα και η γεωγραφική τοποθέτηση της ιστορίας (κι αυτό είναι σπάνιο για αμερικάνικο remake) είναι η ίδια κι ευτυχώς δηλαδή. Συνήθως οι Αμερικάνοι όταν διασκευάζουν αλλοδαπά σουξέ, τα τοποθετούν στο δικό τους χώρο, όμως εδώ κράτησαν και πολύ σωστά έκαναν το σουηδικό background, εφ’ όσον είναι κι αυτό από μόνο του πρωταγωνιστής και ειδικά σε αυτή την εκδοχή, που κινηματογραφείται με τρόπους οι οποίοι το φέρνουν ακόμα περισσότερο στο προσκήνιο σε σχέση με το πρωτότυπο που ήταν και ατόφια σουηδικό. Γιατί πολύ απλά, μην το ξαναλέμε, ο Φίντσερ είναι καλλιτέχνης και στο θρίλερ και την υπνωτιστική ατμόσφαιρα, άπαιχτος μάστορας. Όσον αφορά τους δύο νέους πρωταγωνιστές, δεν το συζητώ ότι δεν συγκρίνεται η απόλαυση του να βλέπεις τον Ντάνιελ Κρεγκ στο ρόλο του δημοσιογράφου Μπλομκβιστ σε σχέση με τον τύπο (ούτε θυμάμαι το όνομά του ούτε και με νοιάζει να το θυμηθώ) που τον έπαιζε στην πρώτη ταινία. Μια χαρά επαρκής ήταν κι εκείνος ο έρμος και ιδιαίτερα ρεαλιστικός όμως στο σινεμά πας για να έχεις και μύθο και ο Κρεγκ τον έχει και με το παραπάνω. Όσο για τη Ρούνι Μάρα στο ρόλο που αρχικά είχε η Νούμι Ραπάς, καθοδηγείται έξυπνα από τον Φίντσερ, την έχει κι από μόνη της την ιδιαίτερη ποιότητα, και κατορθώνει να ξεφύγει από την παγίδα της σύγκρισης. Η δική της Λίζμπεθ Σαλάντερ, συνεχίζει να είναι η ηρωίδα που αγαπήσαμε, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι, κι αυτό είναι το κέρδος της Μάρα (γιατί άμα πήγαινε για κατά μέτωπο σύγκριση ήταν χαμένη από χέρι). Φέρνει τα δικά της μυρωδικά στο ρόλο, μια άλλης ποιότητας εύθραυστη ισορροπία που την κάνει να τον κερδίζει με το σπαθί της και να τον φοράει σαν ρούχο ολόδικό της και όχι δανεικό. Αν ανήκεις στους ελάχιστους που δεν ξέρουν την ιστορία πάει ως εξής: ένας ‘ατιμασμένος’ πλην τίμιος, αριστερός ρεπόρτερ πολιτικού περιοδικού, προσλαμβάνεται από έναν πάτερ – φαμίλια μεγαλοβιομήχανο, για να ανακαλύψει το τι απέγινε η αγαπημένη ανιψιά του που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το 1966. Είναι ζωντανή; Είναι νεκρή; Κι αν είναι νεκρή ποιος τη σκότωσε; Τι σχέση έχει η εξαφάνιση της με άλλους φόνους εκείνης της εποχής, τι ρόλο παίζουν οι περίεργοι κληρονόμοι της οικογένειας μερικοί εκ των οποίων έχουν ένα ιδιαίτερα αγκυλωτό ως προς τον σταυρό του, παρελθόν; Ερωτήματα στα οποία ο ρεπόρτερ θα πρέπει να απαντήσει πριν να είναι πολύ αργά όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τη γυναίκα που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στις έρευνες του, μια ασυμβίβαστη, punk, αμφισεξουαλική κι αγριεμένη hacker ηλεκτρονικών υπολογιστών, που την επιτηρεί λόγω ποινικών αδικημάτων ένας παραπάνω από το κανονικό, διεφθαρμένος κοινωνικός λειτουργός, η οποία κουβαλάει το δικό της, ιδιαίτερα μπλεγμένο παρελθόν και ένα ακόμα πιο ζοφερό παρόν στο οποίο περιλαμβάνεται και μια από τις πιο άβολες σκηνές βιασμού που έχετε δει ποτέ στον κινηματογράφο. Xtra bonus (άλλης σκηνής): ετοιμαστείτε για την πιο ευφάνταστα διεστραμμένη και ‘οδυνηρή’ χρήση του ζαχαρωμένου new age hit «Orinoco Flow» της Enya από τα 90′ς, που έχετε ποτέ φανταστεί.
***στους ελληνικούς κινηματογράφους από την Πέμπτη 12 / 1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου