Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

"Και να ξαναγεννιόμουν

πάλι παπάς θα γινόμουνα".

Σε ηλικία 13 χρόνων γράφτηκε στην Ιερατική Σχολή της Τήνου.


Ο π. Νικόλαος Αλεξανδρής γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1960 και κατάγεται από τους Μολάους Λακωνίας. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο από μικρό παιδάκι ήθελε να γίνει ιερέας, παρά το γεγονός πως στο στενό του οικογενειακό περιβάλλον κανείς δεν ήταν κληρικός ή ψάλτης, ώστε να επηρεαστεί. Οι γονείς του, Δημήτρης και Ελένη, ήταν άνθρωποι που εκκλησιάζονταν τακτικά, κυρίως η μητέρα του, αλλά ποτέ δεν τον προέτρεψαν να γίνει κληρικός. Μάλιστα ο πατέρας του, ορκωτός λογιστής στο επάγγελμα, επιθυμούσε να τον δει μια μέρα δικηγόρο ή γιατρό. Πίστευε πως η επιμονή του γιου του να θέλει να γίνει κληρικός, ήταν ένας παιδικός ενθουσιασμός, που θα του περνούσε σύντομα.
Όπως ομολογεί ο ίδιος, ως πρότυπο ιερέα είχε τον π. Αντώνη Καριτσιώτη, ο οποίος αθόρυβα και μόνο με την στάση ζωής του, τον έκανε να νιώθει όμορφα και μια παράξενη έλξη για τα θέματα της ορθόδοξης πίστης.
Από πολύ μικρή ηλικία άρεσε στο Νικόλαο να βρίσκεται μέσα στο Ιερό του Ναού και να βοηθάει τον ιερέα την ώρα της Θ. Λειτουργίας. Σε ηλικία μόλις 16 χρόνων χειροθετήθηκε «Αναγνώστης» από τον Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ιερόθεο.
Στη 2η τάξη του γυμνασίου άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό και συγκεκριμένα με το κολύμπι. Υπήρξε κολυμβητής του Εθνικού Αθηνών, με καλούς χρόνους έχοντας κερδίσει σε αγώνες αρκετές φορές μια θέση στο βάθρο. Μάλιστα το προσωπικό ρεκόρ που κατείχε, του έδινε την δυνατότητα να μπει λίγο αργότερα στην Γυμναστική Ακαδημία χωρίς να δώσει εξετάσεις, αν το επιθυμούσε. Βέβαια το κολύμπι, δεν τον εμπόδιζε να είναι ένας πολύ καλός μαθητής, με μια ιδιαίτερη έφεση στο μάθημα των Θρησκευτικών. Μάλιστα ήταν πολλές οι φορές που ο καθηγητής του μαθήματος επέτρεπε στον νεαρό Νικόλαο να το διδάξει αυτός στους συμμαθητές του.

Τελειώνοντας τη Β’ Γυμνασίου θυμάται είχε κατέβει με την οικογένεια του από την Αθήνα στους Μολάους για τις καθιερωμένες καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί άρχισε να προβληματίζεται έντονα ποιο δρόμο θα έπρεπε να διαλέξει, την Γυμναστική Ακαδημία, κάποια άλλη σχολή για να ευχαριστήσει τους γονείς του ή το δρόμο που πάντα ονειρευόταν ο ίδιος από παιδάκι; Πριν τελειώσει ο Αύγουστος αποφάσισε να παρατήσει τα κολυμβητήρια, να αποχωριστεί οικογένεια, συμμαθητές, φίλους και να προσπαθήσει να γίνει αυτό που ήθελε από πάντα.
Γράφετε στην ιερατική σχολή Τήνου όπου φοιτά για πέντε ολόκληρα χρόνια. Εκεί του δίδεται η ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα την βυζαντινή μουσική, αλλά και να μιλήσει για θέματα πίστης στους κατοίκους των γύρω χωριών.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα και γράφεται στην Θεολογική Σχολή. Αν και κατάγεται από εύπορη οικογένεια, επιλέγει παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται τις καθημερινές ως αποθηκάριος σε μια εταιρεία, τις δε Κυριακές ως ψάλτης αρχικά στον Άγιο Κωνσταντίνο Ν. Ιωνίας, και αργότερα στην Αγία Βαρβάρα στα Πατήσια.
Παράλληλα φοίτησε και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών απ΄ όπου πήρε το πτυχίο βυζαντινής μουσικής.
Την τελευταία χρονιά των σπουδών του στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών γνωρίζει τον τότε Επίσκοπο Τορόντο κ. Σωτήριο, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Σχολή, ψάχνοντας στην Ελλάδα να βρει κληρικούς, οι οποίοι θα ήθελαν να έλθουν στον Καναδά.
Ο π. Νικόλαος θυμάται, πως ήταν ένας από αυτούς που ο Επίσκοπος Καναδά του έκανε πρόταση να έρθει στον Καναδά και να υπηρετήσει ως κληρικός, αλλά εκείνος απέφυγε να του απαντήσει θετικά.
Μετά από ένα χρόνο ο κ. Σωτήριος βρίσκεται πάλι στην Ελλάδα, για να χειροτονήσει ιερέα τον αείμνηστο π. Ευστάθιο Κοντοράβδη, ο οποίος ήταν διάκονος στον Ι. Ναό της Αγίας Βαρβάρας Πατησίων, όπου όπως προαναφέρθηκε, ο Νικόλαος ήταν ψάλτης.
Εκείνη την Κυριακή ο Επίσκοπος κ. Σωτήριος, ακούγοντας τον Νικόλαο να ψάλει του ζήτησε να μη φύγει, αλλά να τον περιμένει μετά την Θ. Λειτουργία γιατί ήθελε να του μιλήσει. Τότε έγινε η δεύτερη προσπάθεια να μεταπειστεί ο Νικόλαος, ο οποίος τελικά δίνει την υπόσχεση του στον κ. Σωτήριο πως θα τον ακολουθήσει στον Καναδά.

Ο Νικόλαος λίγο καιρό μετά παντρεύτηκε την ανιψιά του Επισκόπου Καναδά, Καλλιρρόη Αθανασούλα και λίγο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, στις 19 Νοεμβρίου του 1983, από τον Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιο, φυσικά κατ’ εντολή και επιθυμία του κ. Σωτηρίου.

Αφού έφτιαξε τα χαρτιά του στην καναδική πρεσβεία, ήρθε στο Τορόντο στις 26 Ιανουαρίου 1984. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1984, χειροτονήθηκε ιερέας στον Ι. Ναό της Αγίας Τριάδας, Τορόντο.
Την ίδια εποχή ήρθαν στον Καναδά ο π. Βασίλης Εμμανουήλ και ο π. Ευστάθιος Κοντοράβδης με τον οποίο ο π. Νικόλαος είχε συνυπάρξει για ενάμιση χρόνο στον Ι. Ναό της Αγίας Βαρβάρας, ως ψάλτης αυτός και διάκονος ο π. Ευστάθιος.
Μόλις χειροτονήθηκε ιερέας ο π. Νικόλαος, αμέσως αναλαμβάνει καθήκοντα Ιερατικώς Προϊσταμένου στον Ι. Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην πρωτεύουσα του Καναδά την Οτάβα.
Παράλληλα, συνεχίζει τις σπουδές του φοιτώντας στο πανεπιστήμιο της Οτάβα, αλλά και στο St. Paul University, παίρνοντας μάστερ στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία.
Μετά από 9 χρόνια, στις 17 Μαΐου του 1994, μετατίθεται στο Τορόντο, Ιερατικώς Προϊστάμενος στον Αγ. Νικόλαο Τορόντο και διευθυντής των Κοινωνικών Υπηρεσιών της Μητρόπολης, με σημαντική προσφορά και έργο, γνωστό στους ομογενείς του Τορόντο και περιχώρων.
Το αεικίνητο πνεύμα του και οι ψυχικές και σωματικές του αντοχές, λόγω ιδιοσυγκρασίας, τον κάνουν να ξεχωρίσει γρήγορα και να γίνει ο παπάς που μπορούσε να φέρει σε πέρας τις πιο «δύσκολες αποστολές» της Μητρόπολης.



πηγή:emphasisworld

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου